2ο Δημοτικό Αγίας Βαρβάρας

Φώτης Κόντογλου, Το βλογημένο μαντρί

kontoglou1

Γιάννης ο Βλογημένος

Η ιστορία του διηγήματος του Φώτη Κόντογλου Το βλογημένο μαντρί διαδραματίζεται μία κρύα νύχτα με χιονιά, την παραμονή της Πρωτοχρονιάς. Είναι μία ιστορία-ύμνος για την αγάπη που ζεσταίνει τις καρδιές των απλών φτωχών ανθρώπων.

“Κάθε χρόνο ? ?γιος Βασίλης τ?ς παραμον?ς τ?ς Πρωτοχρονι?ς γυρίζει ?π? χώρα σ? χώρα κι ?π? χωρι? σ? χωριό, κα? χτυπ? τ?ς πόρτες γι? ν? δε? ποι?ς θ? τ?ν δεχτε? μ? καθαρ? καρδιά. Μία χρονι? λοιπόν, π?ρε τ? ραβδί του κα? τράβηξε. ?τανε σ?ν καλόγερος ?σκητής, ντυμένος μ? κάτι μπαλωμένα παλιοράσα, μ? χοντροπάπουτσα στ? ποδάρια του κα? μ? ?να ταγάρι περασμένο στ?ν ?μο του. Γι? α?τ? τ?ν παίρνανε γι? διακονιάρη κα? δ?ν τ? ?νοίγανε τ?ν πόρτα. ? ?γιος Βασίλης ?φευγε λυπημένος, γιατ? ?βλεπε τ?ν ?πονι? τ?ν ?νθρώπων κα? συλλογιζότανε το?ς φτωχο?ς πο? διακονεύουνε, ?πειδ?ς ?χουνε ?νάγκη, μ? ?λο πο? α?τ?ς ? ?διος δ?ν ε?χε ?νάγκη ?π? κανέναν, κι ο?τε πεινο?σε, ο?τε κρύωνε.

?φο? βολόδειρε(1) ?π? δ? κι ?π? κε?, κι ?φο? πέρασε ?π? χ?ρες πολλ?ς κι ?π? χιλιάδες χωρι? κα? πολιτε?ες, ?φταξε στ? ?λληνικ? τ? μέρη, πού ?ναι φτωχ?ς κόσμος. ?π? ?λα τ? χωρι? πρόκρινε τ? πι? φτωχά, κα? τράβηξε κατ? κε?, ?νάμεσα στ? ξερ? βουν? πο? βρισκόντανε κάτι καλύβια, πεινασμένη λεμπεσουριά(2).

Περπατο?σε νύχτα κι ? χιονι?ς βογκο?σε, ? πλάση ?τανε πολ? ?γρια. Ψυχ? ζωνταν? δ?ν ?κουγότανε, ?ξ?ν ?π? κανένα τσακάλι πο? γάβγιζε.

?φο? περπάτηξε κάμποσο, βρέθηκε σ? ?να ?πάγκιο πο? ?κοβε ? ?γέρας ?πό ?να μικρ? βουνό, κι ε?δε ?να μαντρ? κολλημένο στ? βράχια. ?νοιξε τ?ν α?λόπορτα πο? ?τανε κανωμένη ?π? ?γρια ρουπάκια(3) κα? μπ?κε στ? μάντρα. Τ? σκυλι? ξυπνήσανε κα? πιάσανε κα? γαβγίζανε. Πέσανε ?πάνω του ν? τ?ν σκίσουνε· μά, σ?ν πήγανε κοντά του, σκύψανε τ? κεφάλια τους κα? σερνόντανε στ? ποδάρια του, γλείφανε τ? χοντροπάπουτσά του, γρούζανε φοβισμένα κα? κουνούσανε παρακαλεστικ? τ?ς ο?ρές τους.

? ?γιος σίμωσε στ? καλύβι το? τσομπάνου κα? χτύπησε τ?ν πόρτα μ? τ? ραβδί του κα? φώναξε:

«?λε?στε με, χριστιανοί, γι? τ?ς ψυχ?ς τ?ν ?ποθαμένων σας! Κι ? Χριστ?ς μ?ς διακόνεψε σ?ν ?ρθε σ? το?τον τ?ν κόσμο!».

? πόρτα ?νοιξε κα? βγ?κε ?νας τσομπάνης, παλικάρι ?ς ε?κοσιπέντε χρον?, μ? μα?ρα γένια· κα? δίχως ν? δε? καλ? καλ? ποι?ς χτυπο?σε τ?ν πόρτα, ε?πε στ? γέροντα:

«Πέρασε μέσα στ? ?ρχοντικό μας ν? ζεσταθε?ς! Καλ? μέρα κα? καλ? χρονιά!».

Α?τ?ς ? τσομπάνης ?τανε ? Γιάννης ? Μπάικας, πο? τ?ν λέγανε Γιάννη Βλογημένον, ?νθρωπος ?θ?ος σ?ν τ? πρόβατα πο? βόσκαγε, ?γράμματος ?λότελα.

Μέσα στ?ν καλύβα ?φεγγε μ? λιγοστ? φ?ς ?να λυχνάρι. ? Γιάννης, σ?ν ε?δε στ? φ?ς π?ς ? μουσαφίρης ?τανε γέροντας καλόγερος, π?ρε τ? χέρι του κα? τ? ?νασπάστηκε κα? τό ?βαλε ?πάνω στ? κεφάλι του. ?στερα φώναξε κα? τ? γυναίκα του, ?ς ε?κοσι χρον? κοπελούδα, πο? κουνο?σε τ? μωρό τους μέσα στ?ν κούνια. Κι ?κείνη π?γε ταπειν? κα? φίλησε τ? χέρι το? γέροντα, κι ε?πε:

«Κόπιασε, παππο?, ν? ξεκουραστε?ς».

? ?γιος Βασίλης στάθηκε στ?ν πόρτα κα? βλόγησε τ? καλύβι κι ε?πε:

«Βλογημένοι νά ?σαστε, τέκνα μου, κι ?λο τ? σπιτικό σας! Τ? πρόβατά σας ν? πληθαίνουν ?ς το? ??β μετ? τ?ν πληγ?ν κα? ?ς το? ?βρα?μ κα? ?ς το? Λάβαν! ? ε?ρήνη το? Κυρίου ?μ?ν ?ησο? Χριστο? ν? ε?ναι μαζί σας!».

? Γιάννης ?βαλε ξύλα στ? τζάκι κα? ξελόχισε(4) ? φωτιά. ? ?γιος ?πίθωσε σ? μία γωνι? τ? ταγάρι του, ?στερα ?βγαλε τ? μπαλωμένο τ? ράσο του κι ?πόμεινε μ? τ? ζωστικό του. Τ?ν βάλανε κι ?κατσε κοντ? στ? φωτιά, κι ? γυναίκα το? ?βαλε κα? μία μαξιλάρα ν? ?κουμπήσει.

? ?γιος Βασίλης γύρισε κι ε?δε γύρω του κα? ξανάπε μέσα στ? στόμα του:

«Βλογημένο νά ?ναι το?το τ? καλύβι!».

? Γιάννης μπαινόβγαινε, γι? ν? φέρει τό ?να κα? τ? ?λλο. ? γυναίκα του μαγείρευε. ? Γιάννης ξανάριξε ξύλα στ? φωτιά.

Μονομι?ς φεγγοβόλησε τ? καλύβι μ? μίαν ?λλιώτικη λάμψη κα? ?φάνηκε σ?ν παλάτι. Τ? δοκάρια σ?ν νά ?τανε μαλαμοκαπνισμένα, κι ο? πυτι?ς(5) πο? ?τανε κρεμασμένες σ?ν ν? γινήκανε χρυσ? καντήλια, κα? τ? τυροβόλια κι ο? καρδάρες κα? τ? ?λλα τ? σύνεργα πο? τυροκομο?σε ? Γιάννης, λ?ς κι ?τανε διαμαντοκολλημένα. Κα? τ? ξύλα πο? καιγόντανε στ? φωτι? ε?ωδιάζανε σ?ν μοσκολίβανο κα? δ?ν τρίζανε, ?πως τρίζανε τ? ξύλα τ?ς φωτι?ς, παρ? ψέλνανε σ?ν το?ς ?γγέλους πού ?ναι στ?ν Παράδεισο.

? Γιάννης ?τανε καλ?ς ?νθρωπος, ?πως τ?ν ?φτιαξε ? Θεός.

Φτωχ?ς ?τανε, ε?χε λιγοστ? πρόβατα, μ? πλούσια καρδιά: «Τ? πτωχεί? τ? πλούσια!». ?τανε α?τ?ς καλός, μ? ε?χε κα? καλ? γυναίκα. Κι ?ποιος τύχαινε ν? χτυπήσει τ?ν πόρτα τους, ?τρωγε κι ?πινε κα? κοιμότανε. Κι ?ν ?τανε κα? πικραμένος, ?βρισκε παρηγοριά. Γι? α?τ? κι ? ?γιος Βασίλης κόνεψε στ? καλύβι τους, ξημερώνοντας Πρωτοχρονιά, παραμον? τ?ς χάρης του, κι ?δωσε τ?ν ε?λογία του.

Κείνη τ? νύχτα τ?ν περιμένανε ?λες ο? πολιτε?ες κα? τ? χωρι? τ?ς ο?κουμένης, ?ρχόντοι, δεσποτάδες κι ?πίσημοι ?νθρώποι, πλ?ν ?κε?νος δ?ν π?γε σ? κανέναν τέτοιον ?νθρωπο, παρ? π?γε στ? μαντρ? το? Γιάννη το? Βλογημένου.

Σ?ν βολέψανε τ? πρόβατα, μπ?κε μέσα ? Γιάννης κα? λέγει στ? γέροντα:

«Γέροντα, μεγάλη χαρ? ?χω ?πόψε πο? ?ρθες, ν? ?κούσουμε κι ?με?ς κανένα γράμμα, γιατ? δ?ν ?χουμε ?κκλησία κοντά μας, μήτε κ?ν ?ημοκλήσι. ?γ? ?γαπ? πολ? τ? γράμματα τ?ς θρησκείας μας, κι ?ς μ?ν τ? καταλαβαίνω, γιατ? ε?μαι ξύλο ?πελέκητο. Μία φορ? μ?ς ?ρθε ?νας γέροντας ?γιονορίτης κα? μ?ς ?φησε τούτη τ?ν ?γιωτικ? φυλλάδα, κι ?ν λάχει ν? περάσει κανένας γραμματιζούμενος καμι? φορά, τ?ν βάζω κα? τ? διαβάζει. ?γ? ?λα ?λα τ? γράμματα πο? ξέρω ε?ναι τρία λόγια πο? τά ?λεγε ?νας γραμματιζούμενος, πο? ?βγαζε λόγο στ? χωριό, δυ? ?ρες ?π? δ?, κι ?π? τ?ς πολλ?ς φορ?ς πο? τά ?λεγε, τυπωθήκανε στ? θύμησή μου. Α?τ?ς ? γραμματικ?ς ?λεγε κα? ξανάλεγε: ?Σκώνιτι ο? μήτηρ του κι το?ν ?νισπάζιτι κι το? λέγ?: Τέκνου μου! Τέκνου μου!?. Α?τ? τ? γράμματα ξέρω…».

?τανε μεσάνυχτα. ? ?γέρας βογγο?σε. ? ?γιος Βασίλης σηκώθηκε ?πάνου κα? στάθηκε γυρισμένος κατ? τ?ν ?νατολ? κι ?κανε τ? σταυρό του τρε?ς φορές. ?στερα ?σκυψε κα? π?ρε ?π? τ? ταγάρι του μία φυλλάδα κι ε?πε:

«Ε?λογητ?ς ? Θε?ς ?μ?ν πάντοτε, ν?ν κα? ?ε? κα? ε?ς το?ς α??νας τ?ν α?ώνων!».

? Γιάννης π?γε κα? στάθηκε ?π? πίσω του κα? σταύρωσε τ? χέρια του. ? γυναίκα του βύζαξε τ? μωρ? κα? π?γε κι ?κείνη κα? στάθηκε κοντ? στ?ν ?ντρα της.


Καθίσανε στ? τραπέζι κα? φάγανε, ? ?γιος Βασίλειος ? Μέγας, ? Γιάννης ? Βλογημένος, ? γυναίκα του κι ? μπάρμπα – Μάρκος ? Βουβός, πο? τ?ν ε?χε συμμαζέψει ? Γιάννης κα? τ?ν βοηθο?σε.
Κι ? γέροντας ε?πε τ? «Θε?ς Κύριος» κα? τ? ?πολυτίκιο τ?ς Περιτομ?ς «Μορφ?ν ?ναλλοιώτως ?νθρωπίνην προσέλαβες», χωρ?ς ν? πε? κα? τ? δικό του τ? ?πολυτίκιο, πο? λέγει : «Ε?ς π?σαν τ?ν γ?ν ?ξ?λθεν ? φθόγγος σου». ?ψελνε γλυκ? κα? ταπεινά, κι ? Γιάννης κι ? Γιάνναινα τ?ν ?κούγανε μ? κατάνυξη κα? κάνανε τ? σταυρό τους. Κι ε?πε ? ?γιος Βασίλης τ?ν ?ρθρο κα? τ?ν κανόνα τ?ς ?ορτ?ς «Δε?τε λαοί, ?σωμεν», χωρ?ς ν? πε? τ? δικό του κανόνα «Σο? τ?ν φων?ν ?δει παρε?ναι, Βασίλειε». Κι ?στερα ε?πε ?λη τ? λειτουργία κι ?κανε ?πόλυση.

Καί, σ?ν ?ποφάγανε, ?φερε ? γυναίκα τ? βασιλόπιτα κα? τ?ν ?βαλε ?πάνω στ? σοφρ?. Κι ? ?γιος Βασίλης π?ρε τ? μαχαίρι κα? σταύρωσε τ? βασιλόπιτα κι ε?πε:

«Ε?ς τ? ?νομα το? Πατρ?ς κα? το? Υ?ο? κα? το? ?γίου Πνεύματος!».

Κι ?κοψε τ? πρ?το τ? κομμάτι κι ε?πε: «το? Χριστο?», ?κοψε τ? δεύτερο κι ε?πε: «τ?ς Παναγίας», κι ?στερα ?κοψε τ? τρίτο κα? δ?ν ε?πε: «το? ?γίου Βασιλείου», ?λλ? ε?πε: «το? νοικοκύρη το? Γιάννη το? Βλογημένου!».

Πετάγεται ? Γιάννης κα? το? λέγει:

«Γέροντα, ξέχασες τ?ν ?η-Βασίλη!».

Το? λέγει ? ?γιος:

«?λήθεια, τ?ν ξέχασα!».

Κι ?κοψε ?να κομμάτι κι ε?πε:

«Το? δούλου το? Θεο? Βασιλείου!».

?στερα ?κοψε πολλ? κομμάτια, κα? σ? κάθε ?να πο? ?κοβε ?λεγε: «τ?ς νοικοκυρ?ς», «το? μωρο?», «το? δούλου το? Θεο? Μάρκου το? μογιλάλου(6)», «το? σπιτιο?», «τ?ν ζωνταν?ν», «τ?ν φτωχ?ν».

Λέγει πάλι ? Γιάννης στ?ν ?γιο:

«Γέροντα, γιατί δ?ν ?κοψες γι? τ?ν ?γιοσύνη σου;».

Το? λέγει ? ?γιος:

«?κοψα, ε?λογημένε!».

Μ? ? Γιάννης δ?ν κατάλαβε τίποτα, ? καλότυχος!

?στρωσε ? γυναίκα, γι? ν? κοιμηθο?νε. Σηκωθήκανε ν? κάνουνε τ?ν προσευχή τους. ? ?γιος Βασίλης ?νοιξε τ?ς ?παλάμες του κι ε?πε τ?ν δική του τ?ν ε?χή, πο? τ? λέγει ? παπ?ς στ? λειτουργία:

«Κύριος ? Θεός μου, ο?δα ?τι ο?κ ε?μι ?ξιος, ο?δ? ?κανός, ?να ?π? τ?ν στέγην ε?σέλθ?ς το? ο?κου τ?ς ψυχ?ς μου…».

Σ?ν τελείωσε τ?ν ε?χ? κι ?τοιμαζόντανε ν? πλαγιάσουνε, το? λέγει ? Γιάννης :

«?σύ, γέροντα, πο? ξέρεις τ? γράμματα, πές μας σ? ποι? παλάτια ?ραγες π?γε ?πόψε ? ?η-Βασίλης; Ο? ?ρχόντοι κι ο? βασιλιάδες τί ?μαρτίες μπορε? νά ?χουνε; ?με?ς ο? φτωχο? ε?μαστεν ?μαρτωλο? κα? κακορίζικοι, ?πειδ?ς ? φτώχεια μ?ς κάνει ν? κολαζόμαστε!».

? ?γιος Βασίλης δάκρυσε. Σηκώθηκε πάλι ?πάνω, ?πλωσε τ?ς ?παλάμες του κα? ξαναε?πε τ?ν ε?χ? ?λλιώτικα:

«Κύριε ? Θεός μου, ο?δας ?τι ? δο?λος ?ωάννης ? ?πλο?ς, ?ξιός ?στιν κα? ?κανός, ?να ?π? τ?ν στέγην α?το? ε?σέλθ?ς, ?τι νήπιος ?πάρχει, κα? τ?ν τοιούτων ?στ?ν ? βασιλεία τ?ν ο?ραν?ν…».

Κα? πάλι δ?ν κατάλαβε τίποτα ? Γιάννης ? καλότυχος, ? Γιάννης ? Βλογημένος.”

Λεξιλόγιο

  1. Βολοδέρνω – βασανίζομαι γυρνώντας ?π? δ? κι ?π? κε?
  2. Λεμπεσουρι? – φτωχολογιά
  3. Ρουπάκι – ?γριοβελανιδιά
  4. Ξελοχίζω – ζωηρεύω τ? φωτιά
  5. Πυτι? (?) – μαγι? ?π? τ?ν ?ποία γίνεται τ? τυρί
  6. Μογιλάλος – βουβός

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *