2ο Δημοτικό Αγίας Βαρβάρας

Διονύσιος Σολωμός, ? Λάμπρος

stamni_left

ε?κόνα: Henry Matisse, Femme ? l’amphore – 1953

? Λάμπρος

?π? τ? «Ποιήματα κα? Πεζά».
?πιμέλεια-Ε?σαγωγ?ς Στυλιαν?ς ?λεξίου. ?κδ. στιγμή, ?θήνα 1994.

? ?μέρα τ?ς Λαμπρ?ς

Καθαρότατον ?λιο ?προμηνο?σε
τ?ς α?γ?ς τ? δροσάτο ?στερο ?στέρι,
σύγνεφο, καταχνιά, δ?ν ?περνο?σε
τ’ ο?ρανο? σ? κανένα ?π? τ? μέρη?
κα? ?π? κε? κινημένο αργοφυσο?σε
τόσο γλυκ? στ? πρόσωπο τ’ ?έρι,
πο? λ?ς κα? λέει μ?ς στ?ς καρδι?ς τ? φύλλα
«Γλυκει? ? ζω? κι ? θάνατος μαυρίλα».

Χριστ?ς ?νέστη ! Νέοι, γέροι κα? κόρες,
?λοι, μικρο? μεγάλοι, ?τοιμαστε?τε?
μέσα στ?ς ?κκλησίες τ?ς δαφνοφόρες
μ? τ? φ?ς τ?ς χαρ?ς συμμαζωχτεΐτε?
?νοίξετε ?γκαλι?ς ε?ρηνοφόρες
?μπροστ? στο?ς ?γίους κα? φιληθε?τε?
φιληθε?τε γλυκ? χείλη μ? χείλη,
πέστε «Χριστ?ς ?νέστη» ?χθρο? κα? φίλοι.

Δάφνες ε?ς κάθε πλάκα ?χουν ο? τάφοι,
κα? βρέφη ?ρα?α στ?ν ?γκαλι? ο? μανάδες?
γλυκόφωνα, κοιτώντας τ?ς ζωγραφισμένες
ε?κόνες, ψάλλουνε ο? ψαλτάδες?
λάμπει τ? ?σ?μι, λάμπει τ? χρυσάφι
?π? τ? φ?ς πο? χύνουνε ο? λαμπάδες?
κάθε πρόσωπο λάμπει ?π’ τ’ ?γιοκέρι
?πο? κρατο?νε ο? Χριστιανο? στ? χέρι.

? δέηση τ?ς Μαρίας κα? τ? ?ραμα το? Λάμπρου

Τ? ?σπέρας τ?ς Λαμπρ?ς

Κα? προβαίνει ? Μαρία λίγη ν? πάρει
δροσι? στ? σωθικ? τ? μαραμένα?
ε?ναι νύχτα γλυκει?, κα? τ? φεγγάρι
δ? βγαίνει ν? σκεπάσει ?στρο κανένα?
περίσσια, μύρια, σ’ ?λη τους τ? χάρη,
λάμπουν ?λλα μονάχα, ?λλα δεμένα?
κάνουν κα? κε?να ?νάσταση πο? πέφτει
το? ?λόστρωτου πελάου μ?ς στ?ν καθρέφτη.

«Τ? μαλλι? σέρνω στ? λιγνά μου στήθη?
δένω σταυρ? τ? χέρια? Ο?ράνια, θε?α!
Πέστε ?κεινο? πο? σήμερα ?ναστήθη
ν? ?λεηθε? τ? μαύρη τ? Μαρία.
Μέρα ε?ναι ?γάπης? ?δης ?νικήθη?
καίονται τ? σπλάχνα, καίονται τ? στοιχε?α?
κα? ? πυρκαϊ? το? Κόσμου ?ναγαλλιάζει
κα? κατ’ Α?τ?ν τ? σπίθα της τινάζει.

? Ο?ραν?ς ?λληλούια ?χολογάει?
κατ? τ? γ?ν ?ρωτεμένος κλίνει?
ζε? το? νερο? κα? ? στάλα ?πο? κολλάει
στ? ποτήρι? ?λληλούια ?γ? κι ?κείνη.
?ταν ? Πύλη ?κούστηκε ν? σπάει,
τί χλαλο? στ?ν κάτου κόσμο ?γίνη!
Χαίρεται μέσα ? ?βυσσο κα? ?σπρίζει?
? περασμ?ς το? Λυτρωτ? σφυρίζει».

Στ?ν ?κκλησίαν ?στόσο ? Λάμπρος μένει,
?που ?νθρώπου πνο? δ?ν ?γρικιέται.
?π’ ?να ε?ς ?λλο στοχασμ? πηγαίνει?
ε?ναι ? νο?ς του ?ρμος κόσμος πο? χαλιέται.
Μεσ’ ?π? τ? στασίδι ?γάλι βγαίνει,
κα? ?χ τ?ν ψυχ? του ? στεναγμ?ς πετιέται?
μόνον ο? σκόρπιες δάφνες πο? ?μυρίζαν
?κε? πο? α?τ?ς ?περπατο?σε ?τρίζαν.

Κα? τ? πρόσωπο γέρνει ?σ?ν τ? δειάφη
κα? χαμηλ? το?τα τ? λόγια ρίχτει:
«Κουφοί, ?κίνητ’ ο? ?γίοι, καθ?ς κα? ο? τάφοι?
ε?πα κι ?κραξα ?ς τ’ ?γριο μεσανύχτι:
?ντρας (κι ? μοίρα ?,τι κι ? θέλει ?ς γράφει)
το? ?αυτο? του ε?ναι θεός, κα? δείχτει
στ?ν ?κρα δυστυχία? μ?ς στ?ν ψυχή μου
κάθου κρυμμένη, ?πελπισιά, κα? κοίμου!».

Πάει γι? ν? ‘βγει στ? θύρα ?ργ? κα? ?νοίγει?
λεπτ? φων? το? λέει «Χριστ?ς ?νέστη».
Ε?ς τ?ν ?λλη πηδάει, κα? φων? ?λίγη
κα? παρόμοια, το? λέει «Χριστ?ς ?νέστη».
?π? τ?ν τρίτα πολεμάει ν? φύγει
κα? μία τρίτα το? λέει «Χριστ?ς ?νέστη».
Α?τοκίνητες πάντα ?νοιγοκλειο?νε
ο? τρε?ς θύρες κα? ?χ? δ?ν προξενο?νε.

Κα? ?δο? τρία. σ?ν ?δέλφια ?ρμα κα? ξένα,
πο? ?ν’ ?γιοκέρι σβημένο βαστο?σαν,
?που στρίψει, ?που πάει, τ’ ?πελπισμένα
γοργ? πατήματά του ?κολουθο?σαν.
Λιγδερ? κα? πλατι? κι ?λα σχισμένα
τ? λαμπριάτικα ρο?χα ?πού φορο?σαν.
Στ? μπροστινά, στ? πισιν? στασίδια,
?λο σιμ? του σειο?νται τ? ξεσκλίδια.

Ποτ? δ?ν τά ‘χει ε?ς τ? φυγ? του ?νάρια?
?δ? ?κε?, μπρ?ς ?πίσω, ?πάνου κάτου,
βαρο?ν ?μοια τ?ν πλάκα ?χτ? ποδάρια,
τρέχουν ?σια, κι ?κούονται τ? δικά του.
Ν? φύγει μία στιγμ? τ’ ?δη τ? χνάρια
σπρώχνει μάταια μακρι? τ? πήδημά του,
σ?ν τ’ ?στρο πο? γοργ? τ? καλοκαίρι
χύνεται πέντε δέκα ?ργι?ς ?στέρι.

?τσι ?νωμένοι ?κάμανε τριάντα
φορ?ς τ?ν ?κκλησι? πο? βο? στέρνει.
Σ? ν? ‘χε μέσα θυμιατ? σαράντα,
μυρωδι? λιβανιο? τ? συνεπαίρνει.
Πάντα μ? βία τ? τρέξιμο, κα? πάντα
? ζωνταν?ς τ’ ?ραχνιασμένα σέρνει?
σκύφτουν, πολ? κρυφομιλο?ν, κα? σειέται
τ? βαμπάκι, πο? λ?ς κα? ξεκολλιέται.

?χ, πο?ος ε?δε τ? χέρια ν? σηκώνει
? Παναγία, τ? μάτια της ν? κλείσει;
?χ, πο?ος ε?δε τ? Πάσχα α?μα ν? ?δρώνει
? Χριστός, κα? παντο? ν? κοκκινίσει;
Τί συφορ? τ?ν ?κκλησι? πλακώνει,
?πο? τ?ν ?δια μέρα ε?χε βροντήσει
?π? τόσες χαρ?ς κα? ψαλμ?δίες,
πού ‘χε ?ντιλάμψει ?π? φωτοχυσίες!

Βρίσκεται στ’ ?γιο Β?μα, ?νατριχιάζει,
κα? πέφτει ?μπρ?ς το?ς γονατιστ?ς χάμου.
Μ? τρομάρα κοιτάει κα? το?ς φωνάζει:
«Σ?ς γνωρίζω’ τί θέλτε; Ε?στε δικά μου.
Το? καθεν?ς τ? πρόσωπό μο? μοιάζει?
?λλ? πέστε τί θέλτε ?τσι κοντά μου;
Συχωρ?τε κα? πάψτε. ?μέτε πέρα?
δ?ν ε?ναι ?κόμα Παρουσία Δευτέρα!

? κολασμένα, ?φε?τε μου τ? χέρια!».
Χείλη μ? χείλη τότε ?κολληθ?καν.
?σα εδ?σαν φιλιά, τόσα μαχαίρια
στο? δυστυχ? τ? φυλλοκάρδια ?μπ?καν.
?φο? στ?ν κόσμο ?λάμψανε τ’ ?στέρια,
τέτοιου τρόμου φιλι? δ?ν ?δόθηκαν.
Φτυοΰνε τ? χείλη σ?ν ?π? φαρμάκι?
μέσα το? επ?ε τ? νεκρικ? βαμπάκι.

Στέκει σ? μάρμαρο ?σπου ξημερώνει,
κι ε?ναι φευγάτοι ο? πεθαμένοι νέοι.
Τ?ν τρομασμένη κεφαλ? ψηλώνει
κα? βαρι? νεκρολίβανα ?ναπνέει.
Τέλος πάντων τ? μάτια ?γρια καρφώνει
στ?ς δάφνες, κα? πολληώρα ?πειτα λέει:
«Σύρε, σημε?ο χαρ?ς!» κα? φουχτωμένο
μ? τ? δυό, τ? χτυπάει στ? Σταυρωμένο.

«Κόλαση; τ?ν πιστεύω? ε?ναι τή? α?ξάνει,
κι ?λη φλογοβολάει στ? σωθικά μου.
?πόψε Κάποιος πο? ?,τι θέλει κάνει
μ?στειλε ?π? τ? μν?μα τ? παιδιά μου.
Χωρ?ς ν? τ? γνωρίζω, ?χθές μου βάνει
τ? θυγατέρα α?σχρ? στ?ν ?γκαλιά μου.
Δ? λείπει τώρα πάρεξ ν? χαλάσει
τ?ν ?αυτό του, γιατί μ’ ?χει πλάσει!».

Σηκώνεται κα? παίρνει τ?ν πεδιάδα,
σχίζει κάμπους κα? δάση, ?ρη, λαγκάδια?
στ? μάτια του ε?ναι μαύρη ? πρασινάδα,
τ? νερ? κα? τ? δέντρα ε?ναι μαυράδια?
χύνεται μ? μεγάλη, ογληγοράδα,
κα? γύρου ?ς ε?ναι, ?,τι θωρε?, σκοτάδια.
Κι ?κόμη λέει π?ς κυνηγιέται, ?κόμα
τ? βαμπάκια το? Χάρου ?κούει στ? στόμα.

?τσι ? φονι?ς πο? κρίματα ?χει πλήθια,
??ν φθάσει κα? το? κλείσει ?πνος τ? μάτι,
βγαίνουν μαζ? κα? το? πατο?ν τ? στήθια
ο? κρυφ? σκοτωμένοι, α?μα γιομάτοι.
Μεγαλόφωνα κράζοντας βοήθεια
γυμν?ς πετιέται ?χ τ? ζεστ? κρεβάτι,
κι ?χει τόση μαυρίλα ? λογισμός του,
πο? μ? μάτια ?νοιχτ? το?ς βλέπει ?μπρός του.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *