«– Κι ο κάθε άνθρωπος, είπε ο Μανολιός συνεπαρμένος, μπορεί να σώσει ολάκερο τον κόσμο∙ πολλές φορές το συλλογίζουμαι, γέροντά μου, και τρέμω∙ τόσο λοιπόν μεγάλη ευθύνη έχουμε;
Τι πρέπει να κάνουμε πριν να πεθάνουμε; Ποιος είναι ο δρόμος, παπα-Φώτη;
Σώπασε. Η νύχτα πια είχε πέσει, οι γριές είχαν ανάψει φωτιές και μαγείρευαν, τα παιδιά κουκούβιζαν γύρω τους πεινασμένα και περίμεναν. Ο Μανολιός άπλωσε το χέρι, άγγιξε το γόνατο του παπα-Φώτη, που ‘χε βυθιστεί σε συλλογισμούς και δε μιλούσε.
– Πώς πρέπει ν’ αγαπούμε τον Θεό, γέροντά μου; ρώτησε.
– Αγαπώντας τους ανθρώπους, παιδί μου.
– Και πώς πρέπει να αγαπούμε τους ανθρώπους;
– Μοχθώντας να τους φέρουμε στο σωστό δρόμο.
– Και ποιος είναι ο σωστός δρόμος;
– Ο ανήφορος»