Στο ψηλότερο σημείο της πόλης υψωνόταν πάνω σ’ ένα βάθρο το άγαλμα του Ευτυχισμένου Πρίγκηπα. Ήταν όλο καλυμμένο με λεπτά φύλλα χρυσού, είχε δυο ζαφείρια για μάτια κι ένα μεγάλο πορφυρό ρουμπίνι έλαμπε στη λαβή του ξίφους του.
– Τι ωραίο άγαλμα! Μοιάζει με άγγελο! έλεγαν οι περαστικοί.
– Μακάρι να ήμουν κι έγώ στη θέση του Ευτυχισμένου Πρίγκηπα!
Ένα φθινοπωρινό απόγευμα, ένα χελιδόνι ξεκίνησε ένα μεγάλο ταξίδι με προορισμό την Αίγυπτο. Κάποια στιγμή, εξαντλημένο απ’ τη διαδρομή και τον δυνατό αέρα, αναζήτησε καταφύγιο στα πόδια του αγάλματος του Ευτυχισμένου Πρίγκηπα. Μόλις που είχε αποκοιμηθεί, όταν ένιωσε μια μεγάλη σταγόνα να πέφτει στα φτερά του.
– Τι παράξενο! Ο ουρανός είναι γεμάτος αστέρια, αλλά έπιασε βροχή! σκέφτηκε
Κι άλλη σταγόνα, κι άλλη, κι άλλη… Ετοιμαζόταν να ψάξει για καταφύγιο στα κεραμίδια του πιο κοντινού σπιτιού, όταν σήκωσε το βλέμμα του και είδε ότι τα μάτια του Ετυχισμένου Πρίγκηπα ήταν γεμάτα δάκρυα.
– Ποιός είσαι εσύ? Και γιατί κλαις;
– Είμαι ο Ευτυχισμένος Πρίγκηπας. Όταν ήμουν ζωντανός και είχα ανθρώπινη καρδιά, δεν ήξερα τι σημαίνει πόνος, γιατί οι τοίχοι του παλατιού μου δεν άφηναν τη δυστυχία και τη στενοχώρια να μπουν μέσα. Τώρα, μ’έβαλαν τόσο ψηλά που μπορώ και βλέπω όλες τις δυστυχίες της πόλης. Αν και η καρδιά μου είναι από μολύβι, δεν μπορώ να κάνω τίποτ’ άλλο από το να κλαίω κάθε νύχτα. Πίσω από κείνο το ανοιχτό παράθυρο, μια γυναίκα ράβει με πολύ κόπο ένα φόρεμα για μια αριστοκράτισσα. Ο γιός της φτωχής γυναίκας είναι άρρωστος και καίγεται στον πυρετό. Θα μπορούσες να πας και να της δώσεις το ρουμπίνι του σπαθιού μου;
Αν και έπρεπε να συνεχίσει το ταξίδι του, το χελιδόνι συμφώνησε να παραμείνει εκεί για μια νύχτα για να φέρει σε πέρας την αποστολή. Τράβηξε το πανέμορφο ρουμπίνι με το ράμφος του και πέταξε πάνω απ’ τον καθεδρικό και το βασιλικό παλάτι που έσφυζε από φως και μουσική, για να φτάσει στην πιο ταπεινή γειτονιά της πόλης. Μπήκε απ’ το ανοιχτό παράθυρο και άφησε το ρουμπίνι πάνω στη δαχτυλήθρα της μοδίστρας. Προτού φύγει, χτύπησε τα φτερά του πάνω απ’το πρόσωπο του παιδιού για να το δροσίσει.
– Τι παράξενο! Δεν κρυώνω πια τόσο πολύ! είπε το χελιδόνι μόλις ξαναγύρισε στον Πρίγκηπα.
– Έκανες μια καλή πράξη, γι’ αυτό, του απάντησε εκείνος.
Το ξημέρωμα, ο Ευτυχισμένος Πρίγκηπας γύρισε κι είπε στο χελιδόνι.
– Χελιδονάκι, στην άλλη άκρη της πόλης είναι ένας νεαρός συγγραφέας που πρέπει να τελειώσει ένα έργο που του έχουν παραγγείλει πριν απ’ το μεσημέρι, αλλά έχει ξυλιάσει απ’ το κρύο γιατί δεν έχει προσανάμματα για ν’ανάψει τη σόμπα του. Πάρε ένα ζαφείρι απ’ τα μάτια μου και πήγαινέ το στο παιδί για να το πουλήσει και να μπορέσει ν’ αγοράσει καυσόξυλα και να τελειώσει τη δουλειά του.
Την επόμενη μέρα, όταν το χελιδόνι πήγε να τον αποχαιρετήσει, άκουσε τη γλυκιά φωνή του Ευτυχισμένου Πρίγκηπα που έλεγε ψιθυριστά:
– Χελιδονάκι, εκεί στην πλατεία είναι μια φτωχή γυναίκα που πουλάει σπίρτα. Της έπεσαν όλα στη λάσπη και δεν μπορεί να τα πουλήσει. Σε παρακαλώ, πάρε και το άλλο ζαφείρι μου και πήγαινέ της το για να μην πεθάνει απ’ το κρύο.
Ενώ πετούσε πάνω απ’ την πόλη, το χελιδόνι πρόσεξε όλη τη δυστυχία και τον πόνο που κατέκλυζαν τους δρόμους. Επιστρέφοντας, τα είπε όλα στον Πρίγκηπα.
– Είμαι καλυμμένος με φύλλα αληθινού χρυσού, είπε εκείνος. Σε παρακαλώ, βγάλε τα ένα ένα και μοίρασέ τα σε όσους τα έχουν ανάγκη.
Το χελιδόνι πραγματοποίησε κι αυτή την επιθυμία του Ευτυχισμένου Πρίγκηπα και τα πιο φτωχικά σπίια της πόλης γέμισαν χαρά. Αφιέρωσε τόσες πολλές μέρες σ’ αυτή τη γενναιόδωρη πράξη ώστε, στο τέλος, άρχισε να πέφτει χιόνι και χαλάζι στην πόλη. Κοκαλωμένο απ’ το κρύο, πήγε μέχρι τα πόδια του Ευτυχισμένου Πρίγκηπα και είπε ψιθυριστά:
– Αντίο, αγαπημένε Πρίγκηπα!
– Χαίρομαι που επιτέλους θα πας στην Αίγυπτο. Σ’ ευχαριστώ που πέρασες τόσον καιρό μαζί μου και μοίρασες τόση ευτυχία στην πόλη, είπε ο Ευτυχισμένος Πρίγκηπας.
– Δεν θα πάω στην Αίγυπτο. Θα πεθάνω ήρεμα στα πόδια σου.
Το επόμενο πρωί, όταν ο δήμαρχος της πόλης, συνοδευόμενος απ’ τους συμβούλους του, πέρασε μπροστά απ’ το άγαλμα, το είδε κατεστραμμένο και μαυρισμένο, χωρίς τις πολύτιμες πέτρες του.
– Μοιάζει με το άγαλμα ενός ζητιάνου, φώναξε ο δήμαρχος. Θα πω να το γκρεμίσουν και να στήσουν στη θέση του ένα άγαλμα προς τιμήν μου.
Καθώς οι εργάτες διέλυαν το άγαλμα, ο επιστάτης μονολόγησε φωναχτά:
– Τι παράξενο! Αυτή η μολυβένια καρδιά δεν μπορεί να λιώσει!
Την πέταξε στα σκουπίδια κι εκεί η καρδιά συνάντησε το νεκρό χελιδονάκι.
Όταν ο Θεός διέταξε έναν άγγελο να του φέρει τα δύο πιο πολύτιμα πράγματα της πόλης, ο άγγελος του πήγε την καρδιά και το χελιδονάκι. Ο Θεός τότε είπε:
– Έκανες τη σωστή επιλογή, γιατί στους κήπους του παραδείσου μου αυτό το πουλάκι και ο Πρίγκηπας θα ζήσουν ευτυχισμένοι για πάντα.
«Το σπίτι με τις ροδιές», του Όσκαρ Ουάιλντ, εκδ. Νεφέλη