Κεφάλαιο Πρώτο
Ο αέρας φύσαγε σαν γύφτος. Έλεγες πως βάλθηκε ν’ ανάψει κάπου μια θεόρατη φωτιά για να ζεστάνει τον κόσμο. Γιατί κρύωνε ο καημένος ο κόσμος τούτο το φθινόπωρο. Κρύωνε σαν αμαρτωλός. Κρύωναν και τα σπίτια αυτής της πόλης. Είχαν στριμωχτεί εκεί απά-νου στην ποδιά του βουνού, απ’ τα παλιά τα χρόνια, και τώρα μετάνιωναν. Μα ήταν πια πολύ αργά. Τώρα είχαν γίνει πόλη. Σηκώνεται και φεύγει, έτσι εύκολα, μια πόλη;
Για να λέμε όμως την αλήθεια το κρύο δεν είχε λόγο να κοπιάσει τόσο νωρίς. Ούτε κι ο καζαμίας συμφωνούσε μαζί του. Οι παγωνιές ήταν ακόμα μακριά. Έπηζαν τα ποτάμια και δένανε τα νερά. Αυτές ήταν οι χειμωνιάτικες δουλειές του αέρα. Μα το Σεπτέμβρη μήνα δε γίνονται αυτά τα καμώματα. Οι αέρηδες είναι ακόμα μαλακοί. Μυρίζουν ώριμα φρούτα. Δε θέλουν σύννεφα μαζί τους, πάνε ανάλαφροι σαν ξυπόλυτα αγόρια.
Να, σαν κι αυτό το ξυπόλυτο αγόρι που τρέχει απόψε πάνω στο δρόμο που φέρνει στην πόλη. Τρέχει γιατί κρυώνει και γιατί το σπρώχνει ο αέρας σαν κουρελάκι. Τ’ όνομα του Μέλιος, μα δε χρειάζεται, γιατί κανείς δεν το ρωτάει. Τώρα περνάει το μεγάλο δρόμο με τις ακακίες που σκίζει την πόλη στα δυο. Είναι καλοφτιαγμένος δρόμος. Τα καλοκαίρια μοσχοβολάει δυνατά απ’ τη δεντροστοιχία και, τα περβόλια που απλώνονται πλάι του. Κάθε Κυριακή τον καταβρέχουν κιόλα μ’ ένα τρύπιο βαρέλι που το φορτώνουν σ’ ένα δίτροχο, για να μη σκονίζονται τα φουστάνια των κοριτσιών. Καλή συνήθεια… Γιατί αλλιώτικα τα κορίτσια μπορεί να μην έβγαιναν περίπατο, και τότε τι χάρη θα είχε ένας εξοχικός δρόμος χωρίς κορίτσια;
Το ξυπόλυτο αγόρι έφτασε τώρα στο γεφύρι όπου αντάμωναν ο δρόμος με τον ποταμό και κάνανε σταυρό. Από δω θα περάσει, να χωθεί στους σκούρους μαχαλάδες. Απ’αυτό το παλιό γεφύρι που τα θεμέλια του τρέμουνε απ’ το βιαστικό νερό. Αυτό το ποτάμι από αύριο θα μπει στη μικρή του ζωή.
Γιατί, πιο κάτου, πάει και ποτίζει τις μικρές λεύκες, που ζώνουνε τον αυλόγυρο του σκολειοό. Κυλά και φέρνει γύρω το κάτασπρο χτίριο και το τυλίγει σαν νερογάλαζη φασκιά. Από δω φαίνεται καλά η κόκκινη σκεπή του, οι δυο κολόνες που στέκονται ολόθρες μπροστά στην πόρτα του, τα φαρδιά του παράθυρα. Όμορφα που θα είναι εκεί μέσα από αύριο… Τα παιδιά θα μπορούν να ‘χουνε από ένα κασκέτο με κουκουβάγια στο κεφάλι και να μιλούν μεγαλίστικα.
Το σκολειό αυτό ήταν ολόιδιο με τ’ όνειρο του. Έτσι άσπριζαν οι τοίχοι του κι έτσι έφεγγαν τα παράθυρα του τις νύχτες της μοναξιάς. Έτσι φαίνονταν απ’ το χορταρένιο στρώμα του…
Ποιο ήταν αυτό το αγόρι; Μα ποιο άλλο; Ο Κρηφ*. Είχε ακόμα στη γλώσσα του τη στυφάδα της μοναξιάς, όπως *Κρηφ = όνομα που του ‘δωσαν οι ντόπιοι χωριάτες στο “Συννεφιάζει” εξαιτίας της αναπηρίας του. του την πότισαν οι σελίδες ενός άλλου βιβλίου που τώρα έμεινε πίσω.“Συννεφιάζει”… Ο Κρηφ είναι τώρα μεγάλος. Σε λίγο θα γιομίσουν τα μαγουλά του χνούδι. Τρία σωστά χρόνια πέρασαν από τότε. Και το παιδί ψήλωσε, ψήλωσε και χλώμιανε κι άλλο, μα δε βάρυνε. Βασανίστηκε κι άλλο, μα δε γλυκάθηκε. Όλα αυτά τα χρόνια ψαχούλεψε να βρει λίγη ζεστασιά. Πλήρωσε για το ψωμί του άγουρο ιδρό που ακόμα μύριζε γάλα. Να ποιο ήταν το αγόρι. Ο Κρηφ του παλιού βιβλίου που δε βρήκε το χωριό με τα χαρούμενα παιδιά γιατί τα σύννεφα που κυνηγούσε ήταν λυτά και φεύγανε.
Τι έκανε λοιπόν όλα τούτα τα χρόνια; Τίποτα. Μάζευε γνώση και φαρμάκι. Ήθελε να είναι καλός και δεν ήξερε. ΉΘελε να γυρέψει το Μάικωβο μα τον γέλασαν οι δρόμοι. Τι λοιπόν να κάνει; Μια μέρα κάθισε και παίδεψε το κεφάλι του. Το ‘βαλε κάτω και το παίδεψε, το ‘πλεξε όπως είδε να κάνουν οι γύφτοι με το καλάθι. Στο τέλος το βρήκε: Θα ‘πιανε φιλία με τα βιβλία. Θα γύρευε να μάθει από κει, αυτά που του ‘κρυβαν οι μεγάλοι πίσω απ’ τα παραμύθια που λέγανε αυτοί οι μικροί χάρτινοι “παππούδες” που κάθονται στα γόνατα σου και σου λένε τις ιστορίες τους χωρίς καμώματα και παρακάλια.
Μα στο χωριό, που δούλευε παραπαίδι, δεν είχε χαρτο-πουλειά. Έπρεπε, λοιπόν, να παρακαλέσει κανένα μπάρμπα απ’ αυτούς που κατεβαίνανε στην πολιτεία και που-λούσανε το καλαμπόκι τους να του φέρει ένα. Και μια μέρα αυτό έγινε. Έπιασε έναν τέτοιο γερούλη, του ‘βαλε στη χούφτα καναδυό μεταλλίκια και, “σε παρακαλώ”, του λέει “αν βρεις, εκεί που πας, κανένα βιβλίο που να λέει καλές ιστορίες, πάρτο μου. Ε; Πολύ θα σε περικαλέσω, όμως…”
Έβαλε ο παππούς τα μεταλλίκια στην απαλάμη του, τα πασπάτεψε με το δάχτυλο, αναποδογύρισε ένα, για να δειτι έχει από κάτω… έστρωσε με το δάχτυλο τα μουστάκια του… και του τα ‘δωσε πίσω. “Πάρτα, του λέει. Αν τα χαρτιά λένε καλά παραμύθια., μου τα λες και μένα και ξεχρεώνουμε. Αν, πάλι, δε λένε, θα σου πάρω ένα αυτί. Ε;…” Το παιδί τρόμαξε. Ο γέρος τότε έβαλε τα γέλια… “Αιντε, άιντε… Σύχασε… είπε. Δε σου παίρνω αυτί, σου παίρνω ένα μεταλλίκι. Σύμφωνοι;”
Σε τρεις μέρες του ‘φερε ένα χαρτί, λίγο πιο χοντρό, απ’ το βαγγέλιο, και του το ‘δωσε. “Το πασπάτεψα από παντού, λέει στο παιδί. Δε βγαίνει τίποτα. Για πάρτο εσύ, μην ‘πα και σε γνωρίζει και συνεννοηθείτε.”
Το παιδί τ’ άνοιξε τρέμοντας. Ήταν σαν μικρό σπιτάκι. “Ιστορία Σεβάχ του Θαλασσινού” έλεγε το ξωφυλλό του. Αυτό ήταν! Το παιδί έπεσε πάνου στο βιβλίο με τα μούτρα. Και το διάβαζε, το διάβαζε ολόκληρο το χειμώνα. Το διάβαζε και ξανά το διάβαζε και πάλι το ξαναδιάβαζε, και το ‘μαθε νεράκι. Κείνος ο μπάρμπας, που του το ‘χε φέρει, τ’ άκουε και τρέμανε τα μουστάκια του. Όμορφο βιβλίο. Μόνο που είχε μια παραξενιά. Έλεγε την ιστορία του μονάχα σ’ όποιον ήθελε.
Ώσπου να κλείσει κείνη η χρονιά, είχε καταπιεί κι άλλα καμιά δεκαριά βιβλία. Τότε πήρε να γίνεται λόγος για κείνο το παραπαίδι, σ’ όλα τα σπίτια. Το μάθε κι ο δάσκάλος, και μια μέρα του παράγγειλε να πάει να τον δει. Βάζει, λοιπόν, ένα παστρικό πουκάμισο και πάει.
Δάσκαλος: – Α, έλα δω… του κάνει ο δάσκαλος. Εσύ είσαι που λες τα παραμύθια;
Παιδί: – Δε φταίω γω… έκανε το παιδί.
Δάσκαλος: – Και ποιος σου είπε ότι φταις; Καλά κανωμένα είν’αυτά που κάνεις. Μα γιατί δεν έρχεσαι να σε γράψουμε να μάθεις και γράμματα του σκολειού; Ε; Δεν τ’ αγαπάς;
Γράμματα του σκολειού! Αν τ’ αγαπούσε! Μα υπήρχαν πιο γλυκά γράμματα! Πώς όμως να τα μάθει; Αυτός μαθαινε γράμματα του ποδαριού, γράμματα της τρεχάλας, μιαν αράδα εδώ και μιαν εκεί. Μαζί με τα δαμάλια. Να βοσκάνε κείνα γρασίδι κι αυτός βιβλίο. Αν τ’ αγαπούσε λέει! Τι λόγια είν’ αυτά που λες, κυρ-δάσκαλε! Μα πόσα κομμάτια θα γίνει ένα τόσο δα ανθρωπάκι; Βλέπεις, τα σκολειά σ’ αυτό τον κόσμο είναι όλα σκολειά της μέρας. Ανοίγουνε τις πόρτες τους μαζί με τα μαντριά. Πού να πάει; Εδώ ή εκεί
Πάει λοιπόν με το κοπάδι. Και παίρνει λίγο χρήμα, που είναι πηχτός ιδρός. Το μαζεύει λίγο λίγο, όπως το μερμηγκάκι το σπόρο. Έχει την ελπίδα ότι έτσι δε θα τον διώξουν. Έχει ακουστά για τους δασκάλους ότι είναι καταδεχτικοί άνθρωποι και δε θα τον αποπάρουνε.
Και, τώρα, να ο δάσκαλος ήρθε μοναχός του. Η καλή του τύχη τον έφερε μπροστά του. Και τι;… Δάσκαλος αληθινός, με γυαλιά! Και τον καλάει και στο σπίτι του. Ώρα ήταν λοιπόν. Πιάνει κι αυτός το σακάκι του και το κουνάει.
Δάσκαλος: – Τ’ είν’ αυτό; ρωτάει ο δάσκαλος.
Μέλιος: – Χρήματα.
Δάσκαλος: – Πού τα ‘βρες;
Μέλιος: – Τα κέρδισα.
δάσκαλος: – Και γιατί τα κουνάς;
Μέλιος: – Είναι για γράμματα.Μα δεν είναι πολλά. Άμα τα κάνω μπόλικα, θα τα φέρω εδώ να μου μάθεις. Μπορεί να γίνει αυτό κυρ-δάσκαλε;
Δάσκαλος: – Αν μπορεί;…
Ο δάσκαλος έβαλε τη γροθιά του στο μάτι για να διώξει ένα σκουπίδι. Ύστερα κοίταξε το παιδί βαθιά στα μάτια.
Δάσκαλος: – Λοιπόν… πήγε να του πει.
Η φωνή του ήταν κάπως αλλιώτικη, έτσι λιγάκι σαν βραχνή.
Δάσκαλος: – Άστα… Άστα εκεί είπε, και πήγαινε… Αύριο, που θα παχνίσεις τα δαμάλια σου, έλα… του λέει.
Μέλιος: – Να πάρω πλακοκόντυλο, δάσκαλε; Να πάρω χαρτιά, μολύβια
Δάσκαλος: – Όχι, όχι, καλό μου παιδί… πώς είναι τ’ όνομα σου;
Μέλιος: – Μέλιος.
Δάσκαλος: – Όχι, Μέλιο.
Και πάλι ήταν αλλαγμένη η φωνή του, πιο πολύ αλλαγμένη και πιο βραχνή.
Το παιδί στάθηκε λίγο. Ύστερα άδειασε την τσέπη του στο τραπέζι κι έφυγε. Ο δάσκαλος ούτε γύρισε να το δει. Αφανίστηκε να κοιτά έξω απ’ το παράθυρο, σαν να ξεφύτρωσε ξαφνικά εκεί έξω κάνας καινούργιος κόσμος και πάσκιζε να τον μάθει.
Απ’ τ’ άλλο βράδυ άρχισε να πηγαίνει. Σαν συγύριζε τα βόδια και τα πότιζε και τα πάχνιζε, έχυνε στο κεφάλι του ένα μαστραπά νερό, σφουγγαριζότανε, έχωνε στον κόρφο του τα χαρτιά του και κλεφτά κλεφτά τρύπωνε στο σπίτι του δασκάλου. Τα ‘χανε συμφωνήσει οι δυο τους, να μη μαθευτεί το μυστικό τους πουθενά.
Μα μια νύχτα, καθώς έσπρωχνε την πόρτα του αχερώνα, να βγει στο πατάρι για να κοιμηθεί, είδε το λυχνάρι του αναμμένο. Ποιος ήταν; Το παιδί βάδισε στα νύχια. Ανέβηκε τα λίγα σκαλιά…
– Έλα δω, ακούει μια χοντρή φωνή.
Πριονιά πέρασε απ’ τα γόνατα του Μελιού. Εκεί στο κατωμέντερο, με τα πόδια σταυρωτά και την τσιμπούκα χωμένη στα μουστάκια, τον καρτερούσε τ’ αφεντικό του.
– Έλα δω… του ξανακάνει. Για ζύγωσε. Κάτσε. Πού τριγυρίζεις εσύ, νυχτιάτικα;
Το παιδί έτρεμε.
– Κι αφήνεις και την πόρτα του αχουριού ανοιχτή. Γιατί το κάνεις;
Μέλιος: – Για να μη… Για να μην κάνω σαματά και ξυπνάτε, του λέει το παιδί.
– Κι αν μας κλέψουνε τα ζα; Ε; Μπορείς να μου απαντήσεις εδώ; Αν έρθουν, προκομμένε μου, και μας κλέψουν τα ζα, από ποιον θα τα γυρέψω; Ε;
Μέλιος: – Εγώ… κάνει το παιδί.
– Εσύ; Να ένας πλούσιος! Και με τι θα τα πλερώσεις;Ε; Μπορείς, μια στιγμούλα, να μας το πεις κι αυτό;
Μέλιος: – Δεν τα κλέβουνε… Τόλμησε να πει το παιδί.
– Να τα… Και πώς το ξέρεις εσύ; Συμπεθεριά με τους αλογοσούρτηδες έχεις; Α, έτσι το λοιπόν, ε; Εκεί φαίνεται ότι ρεμπελεύεις. Ε; Μ’ αυτούς κάνεις κονάκι! Σώπα συ και αύριο τα λέμε. Αύριο, που θα σε παραδώσω στο χωροφύλακα, τα λέμε.
Μέλιος: -Όχι!… λέει το παιδί κι η φωνή του τρέμει. Όχι, δεν πάω μ’ αυτούς που λες. Εγώ…
– Ε, τότε πού στον αγύριστο πας;
Μέλιος: – Εγώ πάω στο σκολειό.
– Στο σκολειό; Να τα! Στο σκολειό είπες; Ε, χάλασ’ ο κόσμος. Και καλά, βρε κουτάβι… δηλαδή, δεν μπορούνε,δηλαδή, να κάνουνε τα γράμματα δίχως τη μούρη σου; Δηλαδή, να πούμε, αν δεν τα μάθεις εσύ, αγύρευτα θα μείνουνε τα γράμματα; Ε; Λυτό ήθελα να μου πεις. Λοιπόν. Άκου τώρα. Λίγα λόγια: Απ’ αύριο κόβεις. Ή ζευγάς ζευγάς ή παπάς παπάς. Για γελαδάρη σε πήρα, δε σε πήρα για γραμματικό! Εξηγηθήκαμε; Άντε, πέσε τώρα να κοιμηθείς κι αύριο έχεις δουλειά. Καις και το λάδι…
Το παιδί έσβησε το λυχνάρι, έπεσε στ’ άχερα και τα μούσκευε ως το πρωί.
Απ’ την άλλη μέρα τα ‘κοψε όλα, πέταξε τα βιβλία μες στην κοπριά και δεν τα ξανασήκωσε πια. Το πήρε απόφαση. Αυτό ήταν το γραφτό του. Να κάνει χωριό με τα δαμάλια.
Έτσι του πέρασε απ’ το νου. Μα γελάστηκε. Την τρίτη μέρα, καθώς γύριζε απ’ τη βοσκή, τον σταμάτησε ο δάσκαλος.
Δάσκαλος: – Τα ‘μαθα κακόμοιρο μου! του λέει. Μα δε θα σ’ αφήσω να χαθείς. Άκου δω. θα στο δώσω γω, ό,τι βιβλίο χρειαστείς. Να διαβάσεις, λοιπόν, ώσπου να τις περάσεις όλες τις τάξεις. Κι άμα βγάλεις το Δημοτικό κι έχεις κουράγιο και για το Γυμνάσιο, προχώρα! Δώσ’ του αφέντη σου μια τύφλα, και τράβα! Πάρε, τώρα, τούτο το σακούλι. Είναι μέσα τα βιβλία. Έλα, άσε τα κλάματα. Καλή πρόοδο!…
Ο δάσκαλος έφυγε. Τα μάτια του παιδιού τον ακολουθούσαν να ξεμακραίνει, να χάνεται πίσω απ’ τη σκόνη που σήκωνε η αγέλη.
Όπως το ‘πε ο δάσκαλος, έτσι κι έγινε. Κείνα τα βιβλία που του ‘δωσε, τα ξεκοκάλισε όλα. Τα ’μαθε νεράκι.
Το καλοκαιράκι κινάει ο δάσκαλος και πάει έξω στα τσαΐρια.
Δάσκαλος: -Ήρθα να δω την πρόοδο σου, του λέει.
Καθίσανε, εκεί, κάτου από μια γκόρτσα, και τα είπανε. Ξεφυλλίσανε και τα βιβλία. Είπανε και τα σχέδια τους. Μια σπίθα ήταν εκείνο το παιδί. Ο δάσκαλος πήγε να χάσει το νου του. Σαν χωρίσανε όλα ήταν κανονισμένα. Το φθινόπωρο μπορούσε να κατεβεί στην πόλη για εξετάσεις. Ο δάσκαλος ήταν πρόθυμος να του δώσει το χαρτί. Ότι άκουσε όλα τα μαθήματα, “όλη την ύλην”, όπως του ‘λεγε, ότι ήταν φρόνιμος κ.λπ. κ.λπ. Κι ότι “έτυχε του βαθμού άριστα”.
Έλα πιάστον, εσύ, το φιλαράκο!
Ο τελευταίος κείνος μήνας πέρασε με τρελά χτυποκάρδια κι αναβοκατεβάσματα στους ουρανούς, ώσπου ήρθε το φθινόπωρο, φουσκωμένο με καρπό, και με μια μοσκοβολιά που πρώτη φορά ένιωθαν τα πλεμόνια του. Παράγγειλε στο ραφτάκο του χωριού ένα ντρίλι -όσο να πεις καινούργιο ήταν- έδωσε και στο μπαλωματή να του περάσει σόλες. Έπλυνε στην ποτίστρα τις αλλαξιές του. Καθάρισε και με τ’ αφεντικό. Όλα ήταν εντάξει. Ο δάσκαλος τον συντρόφεψε ως το σταυροδρόμι. Εκεί δώσανε τα χέρια… μα τουδασκάλου το χέρι κάτι είχε μέσα του και δεν μπορούσε να κλείσει.
Μέλιος: – Τι είναι δάσκαλε; ρώτησε ο Μέλιος.
Δάσκαλος: – Πάρ’ τα. Είναι το χρήμα σου. Να ‘χεις, εκεί στην πόλη, λίγο χαρτζιλίκι. Είναι δύσκολη η ζωή εκεί. Θα θέλεις για νοίκι, για φαΐ, για τετράδια. Πάρ’ τα.
Του ήρθε να φιλήσει το χέρι του δασκάλου, μα δεν το έβρισκε, γιατί τα μάτια του είχαν θολώσει.