Ο Βάνκας Ζούκοφ, ένα παιδάκι εννιά χρονών, δουλεύει σε ένα τσαγκαράδικο, στη Ρωσία, κάτω από άθλιες συνθήκες. Ορφανό από γονείς, γράφει απελπισμένο γράμματα στον παππού του, παρακαλώντας τον να τον πάρει κοντά του στο χωριό, για να ξεφύγει από το σκληρό και άκαρδο αφεντικό του.
Πολυαγαπημένε μου παππού,
Κωνσταντή Μακάριτς
Σου γράφω γράμμα. Σου εύχομαι «Καλά Χριστούγεννα» και ο Θεός να σου δίνει όλα τα καλά. Δεν έχω πια ούτε πατέρα, ούτε μάνα, μονάχα εσύ μου απέμεινες. Σου γράφω τα βάσανά μου, παππού. Χτες το αφεντικό με άρπαξε από τα μαλλιά, με τράβηξε στην αυλή και με ρήμαξε στο ξύλο, γιατί εκεί που κουνούσα το μωρό με πήρε ο ύπνος. Την άλλη βδομάδα πάλι η κυρά μου είπε να καθαρίσω μια ρέγγα κι εγώ άρχισα από την ουρά. Και τότε μου άρπαξε τη ρέγγα και την έτριβε στα μούτρα μου. Και οι καλφάδες (μάστορες) του μαγαζιού όλοι με βασανίζουν. Με στέλνουν στην ταβέρνα να πάρω βότκα κα με βάζουν να κλέβω το τουρσί του αφεντικού και κείνος με κοπανάει με ό,τι κρατάει στα χέρια του. Όσο για φαΐ άσ’ τα! Το πρωί ξεροκόμματο, το μεσημέρι κουρκούτι, το βράδυ πάλι ξεροκόμματο. Ούτε τσάι, ούτε λαχανόσουπα, όλα τα περιδρομιάζουν τα αφεντικά.
Με βάζουν να κοιμάμαι μπροστά στην πόρτα κι όταν κλαίει το μωρό, εγώ δεν κλείνω μάτι, γιατί πρέπει να κουνάω την κούνια. Αγαπημένε μου παππού, για όνομα του Θεού, κάνε μου μια χάρη; Πάρε με από δω, πάρε με στο σπίτι, στο χωριό, δεν αντέχω άλλο … Τα πόδια θα σου φιλήσω, όλη μου τη ζωή θα παρακαλώ το Θεό για σένα, πάρε με από δω, γιατί θα πεθάνω …
Έλα γρήγορα, αγαπημένε μου παππού, για όνομα του Θεού, σε παρακαλώ, πάρε με από δω! Λυπήσου με το δύστυχο ορφανό, γιατί όλοι με δέρνουν και πεινάω πολύ. Και έχω τόση στενοχώρια που δεν ξέρω πώς να σου την πω. Όλο κλαίω, παππού. Και μια μέρα το αφεντικό μου ‘δωσε μια στο κεφάλι με το καλαπόδι, τόσο δυνατά που έπεσα κάτω και έλεγα πως δε θα σηκωθώ. Δεν είναι ζωή αυτή, χειρότερη και από του σκύλου …
Χαιρετίσματα στην Αλιόνα, στον Ιγκόρ το στραβό και στον αμαξά. Και τη φυσαρμόνικά μου να μην τη δώσεις σε κανένα.
Ο εγγονός σου, Ιβάν Ζούκοφ,
Αγαπημένε μου παππού, έλα.
Άντον Τσέχοφ, από το βιβλίο «Διηγήματα Τσέχοφ», εκδ. Θεμέλιο
UNISEF: Παιδική εργασία και εκμετάλλευση, σχολεία υπερασπιστές των παιδιών, 2001 2002